- προσβιβάζοντες
- προσβιβάζωcause to approachpres part act masc nom/voc plπροσβιβάζωcause to approachpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσβιβάζω — Α 1. κάνω κάποιον να πλησιάσει, φέρνω πλησιέστερα 2. παρομοιάζω κάποιον με κάποιον άλλο («ὡς μὲν οἱ κατὰ πάντα τῷ Ἀλεξάνδρῳ παραβάλλοντες αὐτὸν καὶ προσβιβάζοντες ἀξιοῡσι», Πλούτ.) 3. μτφ. πείθω («τῷ λόγω προσβιβάζων ὑμᾱς», Αισχίν.) 4. (σχετικά… … Dictionary of Greek